- άθλιος
- -α, -ο (AM ἄθλιος, -ιον και -ιος, ία, -ιον)1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.)2. αισχρός, ελεεινός, φαύλοςαρχ.αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + -ιοςαντίθετα προς τον ασυναίρετο τ. ἀέθλιος, που σήμαινε «τον διεκδικητή ή νικητή επάθλου», ο συνηρ. τ. ἄθλιος χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο με μεταφορική σημ. για να δηλώσει «τον άξιο λύπης, οίκτου, τον ταλαίπωρο», σημασία η οποία προέκυψε από τους μόχθους, την κουραστική προετοιμασία και την αγωνία για την έκβαση του αγώνα. Έχουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική εξέλιξη από τη σημασία τού επάθλου και τού συναγωνισμού για το έπαθλο στη σημασία τού άθλιου, τού δυστυχούς, εξέλιξη παρόμοια προς εκείνη που σημειώθηκε στην Ελληνική και κατά τη μετάβαση από τη σημασία τού «αγώνα», (ἀγών) και τού αναφερόμενου στον αγώνα (ἀγώνιος) στη σημ. τού άγχους για τον αγώνα, τής ἀγωνίας.ΠΑΡ. αθλιότητα.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αθλιότοπος].
Dictionary of Greek. 2013.